εμβολιοθεραπευτική

εμβολιοθεραπευτική
η
(ιατρ.), μέθοδος θεραπείας ή προφύλαξης από τις λοιμώδεις αρρώστιες με εισαγωγή στον οργανισμό παρασκευάσματος από μικρόβια ή ιούς, η μικροβιοθεραπευτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμβολιοθεραπευτική — η κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τα εμβόλια …   Dictionary of Greek

  • μικροβιοθεραπευτική — η ιατρ. εμβολιοθεραπευτική …   Dictionary of Greek

  • εμβολιοθεραπεία — η η εμβολιοθεραπευτική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”